- αρωματοποιία
- ηη βιοτεχνία ή βιομηχανία κατασκευής αρωμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρωματοποιία — η η κατασκευή αρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος] … Dictionary of Greek
αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… … Dictionary of Greek
πατσουλί — (patchouli). Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, που παράγει αρωματικό λάδι. Το π. συγγενεύει με τη μέντα και είναι ιθαγενές των τροπικών περιοχών της Ασίας και της Ωκεανίας. Το αιθέριο έλαιό του έχει δυνατή οσμή και παράγεται με απόσταξη των… … Dictionary of Greek
σιβέτ — και σιβέτιο, το, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία πολλών ειδών τού γένους βιβέρρα, σαρκοφάγου θηλαστικού γνωστού και με τη λόγια ονομασία μοσχογαλή, καθώς και ορισμένων άλλων συγγενικών γενών, κύριο κοινό χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η έκκριση από… … Dictionary of Greek
διαιθυλεστέρες — Εστέρες οργανικών και ανόργανων πολυδύναμων οξέων, όπου δύο όξινα υδροξύλια έχουν αποκατασταθεί από αιθύλιο (C2H5 ). Είναι ενώσεις με διάφορες χρήσεις στην αρωματοποιία, στην οργανική σύνθεση κ.α. ανθρακικός (CH3CH2)2CO3. Εστέρας του ανθρακικού… … Dictionary of Greek
περγαμόντο ή περγαμότο — (Κίτρο η μπεργκαμία). Εσπεριδοειδές της οικογένειας των Ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Καλλιεργείται σποραδικά στην Ελλάδα και ιδίως στη Χίο και στη Σύρο. Ο φλοιός του καρπού του χρησιμοποιείται για παρασκευή εξαιρετικού γλυκού του κουταλιού,… … Dictionary of Greek
Τολού — Ν φρ. «βάλσαμο Τολού» χημ. καστανόχρωμο υγρό βάλσαμο που παράγεται από την ποικιλία δένδρου Μyroxylon balsamum var. toluiferum τού γένους μυρόξυλο και χρησιμοποιείται τόσο στην αρωματοποιία όσο και στη φαρμακευτική ως συστατικό στα σιρόπια και… … Dictionary of Greek